Η τροχαντήριος θυλακίτιδα
(τροχαντηρίτιδα) χαρακτηρίζεται από επώδυνη φλεγμονή του θυλάκου πάνω από το
μέιζονα τροχαντήρα του μηριαίου οστού. Είναι πολύ συνηθισμένη σε δρομείς, σε
αθλητές που διανύουν μεγάλες αποστάσεις τρέχοντας ή βαδίζοντας, σε αθλήματα
επαφής αλλά και σε εργαζόμενους που καθημερινά βαδίζουν ή στέκονται
παρατεταμένα.
Παράγοντες που επηρεάζουν την εκδήλωση της τροχαντηρίου
θυλακίτιδας είναι το τρέξιμο σε ανώμαλο έδαφος, η ανισοσκελία, η οστεοαρθρίτιδα
του ισχίου και οι χειρουργικές επεμβάσεις στην περιοχή του μείζονα τροχαντήρα.
Φαίνεται πολλές φορές να συσχετίζεται με την τριβή της λαγονοκνημιαίας ταινίας και
τον επαναλαμβανόμενο τραυματισμό της πάνω στο θύλακο του τροχαντήρα αλλά και με
την παρατεταμένη σύσπαση του μέσου και του μικρού γλουτιαίου μυ που καταφύονται
στην περιοχή.
Οι απλές ακτινογραφίες μπορούν να αποκαλύψουν μία
ασβέστωση στην περιοχή, υποδηλώνοντας τη χρονιότητα της πάθησης. Η μαγνητική
τομογραφία έχει εξέχουσα θέση στη διαγνωστική προσέγγιση της πάθησης
αποκαλύπτοντας το οίδημα στην περιοχή.
Η θεραπεία είναι ως επί το πλείστον συντηρητική. Η
τροποποίηση των δραστηριοτήτων που προκαλούν την πάθηση είναι επιβεβλημένη
(αποφυγή τρεξίματος σε ανώμαλη επιφάνεια, διόρθωση τρόπου βαδίσματος, χρήση
ειδικών πελμάτων, διόρθωση ανισοσκελίας κλπ). Η λήψη μη στεροειδών
αντιφλεγμονωδών φαρμάκων έχουν θέση στην αντιμετώπιση της πάθησης με προσοχή
όμως στη χορήγησή τους ιδίως σε ευαίσθητες ομάδες του πληθυσμού ( ηλικιωμένους,
εγκύους κλπ). Η έγχυση κορτικοστεροειδών τοπικά έχει συνήθως ικανοποιητικά
αποτελέσματα. Μπορεί να χρειαστεί να
επαναληφθεί μετά από ένα χρονικό διάστημα εμμονής του άλγους και μειώνει
αισθητά τη μετάβαση από την οξεία στη χρόνια φάση. Οι διατάσεις της περιοχής
είναι επιβεβλημένες ιδίως στις μικρότερες ηλικίες και σε αυτούς που αναπτύσσουν
έντονη αθλητική δραστηριότητα. Η φυσιοθεραπευτική αγωγή με χρήση υπερήχων και διαθερμικών
ρευμάτων μπορεί να συνδυαστεί με τις λοιπές μορφές συντηρητικής θεραπείας. Τα
τελευταία χρόνια έχουν αρχίσει να εφαρμόζονται εγχύσεις αυτόλογου πλάσματος και
αυξητικών παραγόντων αιμοπεταλίων. Η χειρουργική αποκατάσταση με την ανοικτή ή
αρθροσκοπική αφαίρεση του θυλάκου είναι εξαιρετικά σπάνια και ενδείκνυται μόνο
σε περίπτωση μακροχρόνιας εμμονής των συμπτωμάτων και αποτυχίας των
συντηρητικών μεθόδων αντιμετώπισης.