Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2017

ΤΡΟΧΑΝΤΗΡΙΟΣ ΘΥΛΑΚΙΤΙΔΑ



Η τροχαντήριος θυλακίτιδα (τροχαντηρίτιδα) χαρακτηρίζεται από επώδυνη φλεγμονή του θυλάκου πάνω από το μέιζονα τροχαντήρα του μηριαίου οστού. Είναι πολύ συνηθισμένη σε δρομείς, σε αθλητές που διανύουν μεγάλες αποστάσεις τρέχοντας ή βαδίζοντας, σε αθλήματα επαφής αλλά και σε εργαζόμενους που καθημερινά βαδίζουν ή στέκονται παρατεταμένα.

            Παράγοντες που επηρεάζουν την εκδήλωση της τροχαντηρίου θυλακίτιδας είναι το τρέξιμο σε ανώμαλο έδαφος, η ανισοσκελία, η οστεοαρθρίτιδα του ισχίου και οι χειρουργικές επεμβάσεις στην περιοχή του μείζονα τροχαντήρα. Φαίνεται πολλές φορές να συσχετίζεται με την τριβή της λαγονοκνημιαίας ταινίας και τον επαναλαμβανόμενο τραυματισμό της πάνω στο θύλακο του τροχαντήρα αλλά και με την παρατεταμένη σύσπαση του μέσου και του μικρού γλουτιαίου μυ που καταφύονται στην περιοχή.

            Οι απλές ακτινογραφίες μπορούν να αποκαλύψουν μία ασβέστωση στην περιοχή, υποδηλώνοντας τη χρονιότητα της πάθησης. Η μαγνητική τομογραφία έχει εξέχουσα θέση στη διαγνωστική προσέγγιση της πάθησης αποκαλύπτοντας το οίδημα στην περιοχή.



            Η θεραπεία είναι ως επί το πλείστον συντηρητική. Η τροποποίηση των δραστηριοτήτων που προκαλούν την πάθηση είναι επιβεβλημένη (αποφυγή τρεξίματος σε ανώμαλη επιφάνεια, διόρθωση τρόπου βαδίσματος, χρήση ειδικών πελμάτων, διόρθωση ανισοσκελίας κλπ). Η λήψη μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων έχουν θέση στην αντιμετώπιση της πάθησης με προσοχή όμως στη χορήγησή τους ιδίως σε ευαίσθητες ομάδες του πληθυσμού ( ηλικιωμένους, εγκύους κλπ). Η έγχυση κορτικοστεροειδών τοπικά έχει συνήθως ικανοποιητικά αποτελέσματα. Μπορεί  να χρειαστεί να επαναληφθεί μετά από ένα χρονικό διάστημα εμμονής του άλγους και μειώνει αισθητά τη μετάβαση από την οξεία στη χρόνια φάση. Οι διατάσεις της περιοχής είναι επιβεβλημένες ιδίως στις μικρότερες ηλικίες και σε αυτούς που αναπτύσσουν έντονη αθλητική δραστηριότητα. Η φυσιοθεραπευτική αγωγή με χρήση υπερήχων και διαθερμικών ρευμάτων μπορεί να συνδυαστεί με τις λοιπές μορφές συντηρητικής θεραπείας. Τα τελευταία χρόνια έχουν αρχίσει να εφαρμόζονται εγχύσεις αυτόλογου πλάσματος και αυξητικών παραγόντων αιμοπεταλίων. Η χειρουργική αποκατάσταση με την ανοικτή ή αρθροσκοπική αφαίρεση του θυλάκου είναι εξαιρετικά σπάνια και ενδείκνυται μόνο σε περίπτωση μακροχρόνιας εμμονής των συμπτωμάτων και αποτυχίας των συντηρητικών μεθόδων αντιμετώπισης.

Τετάρτη 4 Ιανουαρίου 2017

ΕΞΩ ΕΠΙΚΟΝΔΥΛΙΤΙΔΑ (TENNIS ELBOW)


Αποτελεί την πιο συχνή αιτία πόνου στην περιοχή του αγκώνα. Σχετίζεται με την υπερβολική χρήση του άνω άκρου σε αθλητές που χρησιμοποιούν ρακέτα αλλά είναι πολύ συχνό και σε άλλες δραστηριότητες της καθημερινότητες, οικιακά ,επαγγελματίες χειρώνακτες, χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή κλπ.

Ο πόνος εντοπίζεται στην έξω πλευρά του αγκώνα και του πήχη και αφορά τραυματισμό των μυϊκών ομάδων και των τενόντων που σχετίζονται με την έκταση των δακτύλων και του καρπού. Ο κύριος μυς που υφίσταται βλάβη είναι ο βραχύς κερκιδικός εκτείνων τον καρπό ενώ δυνητικά μπορούν να υποστούν βλάβη όλοι οι μύες που συμμετέχουν στις κινήσεις έκτασης. Ο τραυματισμός προκαλείται από τις επαναλαμβανόμενες κινήσεις υπτιασμού-πρηνισμού-έκτασης του καρπού με τον αγκώνα σε έκταση και ξεκινάει με μικρορρήξεις  των ινών του βραχύ κερκιδικού εκτείνοντα τον καρπό αλλα και των λοιπών μυών που εκφύονται την έξω πλευρά του αγκώνα.


Η διαγνωστική προσέγγιση της πάθησης βασίζεται στην εμφάνιση των συμπτωμάτων και στην κλινική εξέταση. Η ευαισθησία είναι έντονη στην ψηλάφηση της κοινής έκφυσης των εκτεινόντων μυών ενώ είναι θετική η πρόκληση πόνου της υπό αντίστασης έκτασης του καρπού και των δακτύλων με τον αγκώνα σε έκταση. Οι απλές ακτινογραφία του αγκώνα συνήθως είναι αρνητικές και μπορούν να αναδείξουν ασβεστώσεις στην περιοχή του αγκώνα υποδηλώνοντας τη χρονιότητα της πάθησης. Η μαγνητική τομογραφία αναδεικνύει τη βλάβη στην περιοχή και είναι χρήσιμη σε περιπτώσεις διαφορικής διάγνωσης άλλων παθήσεων στην περιοχή.



Η θεραπεία ως επί το πλείστον είναι συντηρητική με το 95% των περιπτώσεων να έχουν μείωση έως εξάλειψη των συμπτωμάτων. Η συντηρητική θεραπεία περιλαμβάνει τροποποίηση των δραστηριοτήτων, χρήση μικρότερης και ελαστικότερης ρακέτας, χρήση ειδικής περιαγκωνίδας με ελαφριά πίεση των εκτεινόντων μυών περιφερικότερα της κατάφυσής τους. Πολλές περιπτώσεις απαιτούν την πλήρη ανάπαυση για μερικές εβδομάδες ενώ δεν είναι ασυνήθιστη η χρήση ναρθηκών για πλήρη ακινητοποίηση του αγκώνα και του καρπού. Η λήψη μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων ανακουφίζει από τον πόνο και συμβάλλει στην υποχώρηση του οιδήματος και της φλεγμονής στην περιοχή της βλάβης. Θέση στη συντηρητική θεραπεία έχει η έγχυση τοπικά κορτικοστεροειδών, αυξητικών παραγόντων αιμοπεταλίων και υαλουρονικού με ικανοποιητικά αποτελέσματα. Φυσικοθεραπεία με υπέρηχο, μαλάξεις, πάγο, ρεύματα και ειδικές ασκήσεις βοηθούν τον ασθενή ακόμα και σε μακροχρόνιες καταστάσεις αλλά και στην αποφυγή υποτροπών. Η χειρουργική θεραπεία με διάνοιξη και καθαρισμό του ουλώδους ιστού στην περιοχή έκφυσης των εκτεινόντων έχει ένδειξη μετά από πάροδο 9-12 μηνών συντηρητικής αγωγής και μη ύφεσης των συμπτωμάτων.